Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 1941, στο παρεκκλήσι του Αγ. Γεωργίου Λευκογείων, 20 άνδρες, από τα Λευκογεία, το Χρυσοκέφαλο και την ευρύτερη περιοχή, εκτελέστηκαν από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
Οι κάτοικοι της περιοχής τον Μάρτιο του 1941 αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τα χωριά της Δράμας, προκειμένου να αποφύγουν την έκθεσή τους στη Γερμανική επίθεση της 6ης Απριλίου 1941, δεδομένου ότι η ελληνική αμυντική τοποθεσία στα όρια του σημερινού Δήμου Κάτω Νευροκοπίου, στοιχιζόταν στη γραμμή των χωριών Καταφύτου – Περιθωρίου – Οχυρού – Γρανίτη και Βώλακα.
Παρότι το γεγονός ότι η Βουλγαρία ουδέποτε κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, 11 ημέρες μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, δηλαδή στις 20 Απριλίου του 1941, παραδόθηκε με τη συναίνεση και φιλική στήριξη των Γερμανών, εισέβαλλαν και εντός 2 ημερών καταλαμβάνουν όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, από τον Στρυμόνα ποταμό μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Η κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία είχε αποφασιστεί ήδη από το Σύμφωνο της Σόφιας και Βερολίνου, την 1η Μαρτίου του 1939 στη Βιέννη, με την υπογραφή σχετικού πρωτοκόλλου, μεταξύ του Βούλγαρου πρωθυπουργού και του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, παρόντος μάλιστα και του ίδιου του Χίτλερ, και με αντάλλαγμα την ελεύθερη διέλευση των χιτλερικών δυνάμεων από τη Βουλγαρία.

Η περιοχή αυτή βιώνει την τρίτη βουλγαρική κατοχή, και αξίζει να σημειωθεί ότι οι κατοχές των Βουλγάρων δεν ήταν απλώς στρατιωτικές κατοχές. Η Βουλγαρία επιχειρούσε να οργανώσει κράτος και να αφομοιώσει τον τοπικό πληθυσμό, για τον λόγο αυτό όριζε διοικητικά όρια, τοποθετούσε αρχές (πρόεδρο, δήμαρχο, αστυνομία, κ.λπ.), οργάνωνε σχολεία βουλγαρικής γλώσσας και εξόριζε συστηματικά δασκάλους, ιερείς και γενικότερα έλληνες ανθρώπους.
Μετά την κατάληψη της περιοχής, περίπου το καλοκαίρι του 1941, λίγες οικογένειες επέστρεψαν στα χωριά τους για να θερίσουν τα σπαρτά τους ή για να αναζητήσουν τα ζωντανά τους. Επιπλέον, οι διορισμένες βουλγαρικές κρατικές αρχές τους διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα.
Τη νύχτα της 28 Σεπτεμβρίου 1941 εκδηλώνεται η επανάσταση της Δράμας κατά των κατακτητών, μια εξέγερση για την οποία γράφτηκαν πολλά και αποτέλεσε δυστυχώς μαζική σφαγή των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Από την επαρχία Δράμας, και την ΑΜΘ συνολικά, 1.240 άνθρωποι, ενώ ο Νομός Δράμας θρήνησε 1.645 νεκρούς, από τους οποίους οι 20 εδώ στον ιστορικό Αϊγιώργη των Λευκογείων.
Όλα είχαν τελειώσει στις 2 Οκτωβρίου, δηλαδή σε 3-4 ημέρες.
Οι 4 από τους κρατούμενους της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου απελευθερώθηκαν ή διέφυγαν. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν ή εδώ, ενώ δύο, πίσω από τον τοίχο της εκκλησίας ή μεταφέρθηκαν λίγο πιο πέρα στα όρια Λευκογείων – Χρυσοκεφάλου. Μαρτυρίες λένε ότι οι μελλοθάνατοι έπαιρναν τις εικόνες αγκαλιά δίνοντας τον τελευταίο ασπασμό στον Άγιο.
Οι σωροί τους λέγεται ότι μεταφέρθηκαν στην περιοχή Τούμπες και σκεπάστηκαν με χώμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους εκτελεσμένους ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Περίπου οι μισοί από τους εκτελεσθέντες τότε ήταν οι οικογένειες που είχαν επιστρέψει από τα Λευκόγεια και το Χρυσοκέφαλο, εκείνο το καλοκαίρι του 1941.
Σημειώνεται ότι, σε όλο το λεκανοπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου δεν είχε εκδηλωθεί καμία κίνηση εναντίον των τμημάτων κατοχής την περίοδο εκείνη, συνεπώς δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για τις εκτελέσεις.
Η κάθε μία από τις εκτελέσεις των 20 ανδρών στον Αγ. Γεώργιο, αποτελεί και ένα έγκλημα πολέμου σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης, διότι οι εκτελεσθέντες:
ήταν άμαχοι,
είχαν συλληφθεί και κρατούνταν εγκλεισμένοι εντός του παρεκκλησίου άρα ήταν αιχμάλωτοι πολέμου,
δεν τους αποδόθηκε καμία κατηγορία, και
δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να υπερασπιστούν την αθωότητά τους.
Εκτελέστηκαν δηλαδή χωρίς να δικαστούν.
Προφανέστατα εκτελέστηκαν με μόνη ενοχή την ορθόδοξη πίστη και την ελληνικότητά τους.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα οποία αναγράφονται στο ερευνητικό έργο των Πασχαλίδη – Χατζηαναστασίου, ο συνολικός αριθμός των εκτελεσθέντων στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Κάτω Νευροκοπίου ανέρχεται σε 75 άτομα.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν σαν κι εμάς, επιθυμούσαν να ζήσουν ειρηνικά στον τόπο τους, να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, να τάξουν τα ζώα τους και να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Όλοι τους ήταν πρόσφυγες, είχαν στον τόπο αυτό λιγότερο από 20 χρόνια, και μόλις άρχισαν να ορθοποδούν, ενώ χάρισαν τη γη με τον ιδρώτα και το αίμα τους, ξένοι δυνάστες της γης τους, τα σαουσλούκια τα μετατρέψανε σε φασουλόκια, όλοι για έναν και ένας για όλους, μιλώντας μόνο να δίνουν χωρίς να ζητάνε.
Πολλοί από αυτούς άφησαν στην πατρίδα που ήρθαν μακριά χωριάτες στην Ελλάδα και ποτέ δεν πίστεψαν ότι η μοίρα θα τους ξαναφέρει πρόσφυγες στον Πόντο, στον τόπο τους, και τελικά αθώα θύματα της δολιότητας και του μίσους του κρατικού εθνικισμού. Δύο φορές πρόσφυγες, διωγμένοι και τελικά εκτελεσμένοι.
Να τους ζητήθηκε άραγε να συνεργαστούν με τις δυνάμεις κατοχής ή μήπως η εν γένει στάση τους αποθάρρυνε τους εκτελεστές τους από οποιαδήποτε τέτοια σκέψη;
Όλα όσα ακούγονται ότι δήθεν οι εκτελέσεις συνδέονται με τον θάνατο στη Δράμα συγγενών των βουλγάρων τοπικών αξιωματούχων, δεν επιβεβαιώνονται από πουθενά.
Οι μαζικές εκτελέσεις των ανθρώπων μας είχαν και θετικό αντίκτυπο, διότι:
Αποδείχθηκε παντού ότι η περιοχή ήταν ακραίως ελληνική.
Ακυρώθηκε το σχέδιο της αφομοίωσης του Βόριδοφσου που διατεινόταν ότι σε τρεις μήνες «θα τους αφομοιώσουμε ειρηνικά».
Καθυστερήθηκε ο εποικισμός των χωριών μας, διότι ακόμα και οι Βούλγαροι πάγωσαν και ίσως να φοβήθηκαν αντίποινα αφού λίγους μόνο μήνες μετά την εγκαθίδρυση των αρχών κατοχής, αρχίζει να εκδηλώνεται το αντάρτικο.
Η θυσία των συμπολιτών μας που εκτελέστηκαν στον Αϊγιώργη αποτελεί το πάνθεον των ηρώων του ελληνισμού, διότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έπεσαν στο πεδίο μάχης, αλλά ήτανε άμαχοι και ανυπεράσπιστοι πατριώτες.
Ήρωες ήταν επίσης και οι γυναίκες τους, που δούλεψαν σαν άνδρες και μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια, παρά τις δυσκολίες της κατοχής.
Το μνημείο αυτό που λαμπρύνει τον τόπο μας στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται στα επίσημα μνημεία των ολοκαυτωμάτων της τριπλής κατοχής στην Ελλάδα.
Στο νεκροταφείο της Παναγίας στα Λευκόγεια υπάρχει ένας τάφος, στον σταυρό του οποίου αναφέρονται 4 από τους εκτελεσθέντες. Ο καλός πρόεδρος των Λευκογείων δεσμεύτηκε ότι θα το φροντίσει.
Το συγκεκριμένο μνημείο, πέραν του συμβολισμού που περικλείει για τη μνήμη των νεκρών και για την αντίσταση ενάντια στον βουλγαρικό εθνικισμό, αποτελεί και μνημείο νίκης στη λήθη που επισκίαζε το ιστορικό αυτό δράμα.
Για πρώτη φορά η μνήμη των εκτελεσθέντων τιμήθηκε το 1998 (ύστερα από 57 χρόνια), όταν και ανεγέρθηκε το μνημείο αυτό, με πρωτοβουλία του τότε Έπαρχου κ. Ξανθόπουλου.
Τραγικό είναι που ενώ ερχόμαστε εδώ από παιδιά και πολλοί χάσαμε συγγενείς μας, έπρεπε να μεγαλώσουμε αρκετά για να μάθουμε για την ιστορία αυτή.
Εάν θέλουμε πραγματικά να τιμήσουμε τη μνήμη των ανθρώπων που έπεσαν στο χώμα που πατάμε, οφείλουμε να είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας και έτοιμοι να ακολουθήσουμε στις δύσκολες εξελίξεις και να αντιμετωπίσουμε τις διεθνείς προκλήσεις, χωρίς αμφιβολισμούς.
Στις μέρες μας η Ελλάδα και η Βουλγαρία, στο πλαίσιο των αρχών της Ενωμένης Ευρώπης, διανύουν μια ειρηνική περίοδο συνεργασίας, με σαφείς τις διακρίσεις του χώρου και των ορίων τους, τομές και πολιτικές που έχουν ανάγκη όλοι οι λαοί των Βαλκανίων, για να στραφούν στον δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και της ευημερίας.