Το Ακρινό, η Λόφτσα, η Εκκλησία των Ταξιαρχών, η Γιορτή και η Ιστορία τους !
Στα ερείπια του Ακρινού, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είναι κτισμένος από το 1848 ο ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, ενώ το τετράπλευρο κωδωνοστάσιό του χρονολογείται από το 1884. Η αρχιτεκτονική του ναού είναι ίδια με εκείνη των Ταξιαρχών του Γρανίτη και μιας ομώνυμης εκκλησίας (των Ταξιαρχών) στην περιοχή του Γκότσε Ντέλτσεφ.
Ο ναός των Ταξιαρχών στον Ακρινό είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με στοά στη δυτική πλευρά και κατά μήκος ολόκληρου του αναπτύγματος των πλάγιων κλιτών. Πάνω από τη στοά αναπτύσσεται γυναικωνίτης, στοιχείο χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της εποχής.
Στο εσωτερικό του ναού ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και των παρεκκλησίων, πιθανώς έργα της δεκαετίας του 1860, οι οποίες διακρίνονται για τη λιτή αλλά εκφραστική τους τεχνοτροπία. Νεότερες, πιθανότατα της δεκαετίας του 1870 ή 1880, είναι οι τοιχογραφίες που κοσμούν το δυτικό τμήμα της στοάς, με παραστάσεις από τη Δημιουργία του Κόσμου, τη Δευτέρα Παρουσία και μορφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Στον ναό σώζονται πολυάριθμες παραστάσεις μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας: η Δευτέρα Παρουσία, η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Χριστός ένθρονος, η Υπαπαντή του Χριστού, ο Άγιος Νικόλαος ο Παλαμάς, η Φιλοξενία του Αβραάμ, ο πρωτοδιάκονος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας, η Αποκαθήλωση, η Βάπτιση, ο Άγιος Συμεών, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών, η Παναγία Βλαχερνίτισσα, ο επίσκοπος Περγάμου Αντίπας και άλλες.
Στο τύμπανο της κύριας εισόδου, όπου εικονίζεται η Σύναξη των Ταξιαρχών και των Ασωμάτων Δυνάμεων, αναγράφεται η χρονολογία 1877, η οποία πιθανότατα υποδηλώνει το έτος ολοκλήρωσης του τοιχογραφικού διακόσμου ή σημαντικής ανακαίνισης του ναού.
Οι καμπάνες του ναού μεταφέρθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1940, κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, στον ομώνυμο ναό του οικισμού της Νέας Λόφτσας. Ο ναός είναι το μοναδικό οικιστικό κατάλοιπο του οικισμού. Πολύ κοντά υπάρχουν υπολείμματα αρχαίων οικισμών και τμήμα ρωμαϊκού δρόμου.
Παραμονή και ανήμερα της εορτής των Αρχαγγέλων, 7-8 Νοεμβρίου, πλήθος πιστών από την Ελλάδα αλλά και τη Βουλγαρία καταφθάνουν στον ναό για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και, στη συνέχεια, να γευτούν το παραδοσιακό φαγητό «Κεσκέκι» στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, συνοδευόμενο από παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια.
Η πανέμορφη εκκλησία βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού Ακρινό ή Λόφτσα (μέχρι το 1928). Τόσο ο πλούτος του ναού όσο και τα απομεινάρια των ερειπίων παραπέμπουν σε χρόνους έντονης ζωής.
Η Λόφτσα ήταν ένα από τα πιο ανεπτυγμένα σιδεροχώρια της περιοχής. Οι κάτοικοί της ήταν ειδικευμένοι στην κατασκευή πεταλοειδών σφηνών και τροφοδοτούσαν όχι μόνο την περιοχή μας, αλλά η φήμη τους έφτανε μέχρι και τη Θεσσαλονίκη. Στην περιοχή γύρω από το χωριό υπάρχουν υπολείμματα αρχαίων οικισμών, καθώς και ένας παλιός ρωμαϊκός δρόμος.
Σύμφωνα με τον Βούλγαρο ιστορικό και εθνογράφο George Strezov (1891), το χωριό είχε ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο, το οποίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Την εποχή εκείνη, την ελληνική εκπαίδευση στην περιοχή την οργάνωνε το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό και σχολικό επιθεωρητή, το 1889 τοποθετήθηκε Βούλγαρος δάσκαλος, ο οποίος είχε 20 μαθητές. Σύμφωνα με τον Alexandre Synvet (1878), στην επισκοπή Λόφτσα του Μελένικου κατοικούσαν 1.250 Έλληνες.
Το Ακρινό βρέθηκε κυριολεκτικά επάνω στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (1913). Μέχρι το 1919 (Συνθήκη του Νεϊγύ), το χωριό κατοικούνταν από χίλιους και πλέον ντόπιους κατοίκους. Οι κάτοικοι της Λόφτσας ήταν φιλήσυχοι αγροτο-ποιμένες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που μετά τη δημιουργία της Εξαρχίας πιέστηκαν από τους κομιτατζήδες να προσχωρήσουν σε αυτήν. Για τον λόγο αυτό, μετά την εφαρμογή της Εθελούσιας Ανταλλαγής μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, μετοίκησαν στη Βουλγαρία.
Το κενό της αποχώρησης των ντόπιων εξαρχικών κατοίκων κάλυψαν περίπου 60 οικογένειες προσφύγων. Έτσι, στην απογραφή του 1928 το Ακρινό φέρεται να έχει 214 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 1940 μόλις 80 κατοίκους.
Το χωριό ερημώθηκε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η λειτουργία του πανηγυριού διακόπηκε τη δεκαετία του ’40 και αναβίωσε το 1978, με την αναστήλωση του ναού από τους πρόσφυγες των διπλανών χωριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση του εσωτερικού του ναού κατά τις εργασίες της αναστήλωσης δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής.
Την ημέρα του πανηγυριού τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας στο σημείο αυτό άνοιγαν άτυπα για μία ημέρα, ώστε οι Βούλγαροι πρώην κάτοικοι του χωριού να μπορούν να συμμετάσχουν στο πανηγύρι, περνώντας πεζή τα σύνορα. Στο πανηγύρι συναντιούνταν συγγενείς από τις δύο πλευρές των συνόρων, πανηγυρίζοντας την ανανέωση των μεταξύ τους δεσμών και των δεσμών τους με τον τόπο. Οι περισσότεροι Βούλγαροι προσκυνητές προσέρχονται από το πολύ κοντινό στο σύνορο χωριό Nova Lovtsche, δηλαδή Νέα Λόφτσα.
Ήταν η στιγμή που τα «φαντάσματα» συναντιούνταν, μια φορά τον χρόνο, με τους απογόνους τους. Μια στιγμή όπου η πίστη κατεδάφιζε τα σύνορα της σιδηράς απαγόρευσης ανάμεσα στους δύο κόσμους του Ψυχρού Πολέμου – ένα γεγονός σπάνιο, που συνέβαινε σε ελάχιστα σημεία του κόσμου.
Το πανηγύρι επισκέπτονται επίσης χιλιάδες πιστοί με κάθε μέσο, από όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Πρόκειται για τον πιο έντονο θρησκευτικό και τουριστικό προορισμό της περιοχής του οροπεδίου Νευροκοπίου.